- κηρίο
- τοβλ. κερί.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κηρίο, μολυσματικό — Μολυσματική δερματική πάθηση που προκαλείται από πυογόνους κόκκους (στρεπτόκοκκοι και σταφυλόκοκκοι). Εκδηλώνεται αρχικά με μικρές κοκκινωπές κηλίδες, που γρήγορα εξελίσσονται σε φλύκταινες με πύον, οι οποίες σπάνε και δημιουργούν εφελκίδες… … Dictionary of Greek
κάκτοι — Κοινή ονομασία μιας ομάδας παχυφύτων, που ανήκουν στην οικογένεια των κακτιδών (δικοτυλήδονα, περίπου 1.500 είδη). Περιλαμβάνει χυμώδη φυτά, χαρακτηριστικά των υποτροπικών και τροπικών ερημικών περιοχών, διαδεδομένα ιδιαίτερα στο Μεξικό και στην… … Dictionary of Greek
ποδοκηρίο — το, Ν μονάδα φωτισμού, ισοδύναμη με ένα κηρίο ανά τετραγωνικό πόδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πους, ποδός + κηρίο, απόδοση του αγγλ. footcandle] … Dictionary of Greek
ηλιοκέρεος — ο ή ηλιοκηρίο, το βοτ. αγγειόσπερμο δικότυλο κακτώδες φυτό. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατιν. heliocereus < helio (πρβλ. ηλιο *) + cereus (πρβλ. κηρίο)] … Dictionary of Greek
ημιβατικός — ή, ό (για ηλεκτρικό λαμπτήρα) αυτός που καταναλίσκει μισό βατ κατά κηρίο φωτεινής ισχύος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + βατ ικός (< βατ, μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. watt)] … Dictionary of Greek
κερί — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 200 μ., 487 κάτ.) της Ζακύνθου. Βρίσκεται στο νότιο άκρο του νησιού, στα Α του ομώνυμου ακρωτηρίου, 21 χλμ. ΝΔ της πόλης της Ζακύνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λαγανά του νομού Ζακύνθου. Ο όρμος και το ακρωτήριο… … Dictionary of Greek
πολυκήριο — το, Ν κρεμαστό πολύφωτο που αποτελείται από πολλά κεριά, πολυέλαιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κηρίο(ν)] … Dictionary of Greek
φωτομετρία — Κλάδος της οπτικής, που έχει ως αντικείμενο τη μέτρηση της ποσότητας φωτεινής ενέργειας που εκπέμπει μια πηγή ή δέχεται μια επιφάνεια. Στις φωτομετρικές μετρήσεις, οι οποίες εκτελούνται με οπτική σύγκριση της φωτεινότητας από διαφορετικές πηγές,… … Dictionary of Greek